Γιῶργος Βαλσάμης, Ὑπάρχει κάτι ἀξιοσέβαστο στὴν ἀθεΐα;

Σημείωση: οἱ ἀπόψεις ποὺ διατυπώνονται στὰ κείμενα τῶν καθηγητῶν ἐκφράζουν τοὺς συγγραφεῖς, δὲν ἐκπροσωποῦν ἀπαραιτήτως τὴν σχολικὴ μονάδα συνολικά.

Γιὰ πολλοὺς τὰ πάντα εἶναι ‘σχετικά’, ἡ ἀλήθεια φάντασμα, ὅλες οἱ γνῶμες αὐθαίρετες. Καθένας πιστεύει ὅ,τι ‘γουστάρει’ καὶ εἶναι ἀποδεκτὸς γι’ αὐτό.

Ἡ γῆ εἶναι ἐπίπεδη; Ὁ σχετικισμὸς ὑποχρεώνεται νὰ σιωπήσει μὲ τέτοια ἐρωτήματα, ἂν καὶ δὲν ὑποχωρεῖ! Ὅπως θὰ δοῦμε, σὲ ἕνα λεπτὸ καὶ ἀμφιλεγόμενο ζήτημα, ὅπως εἶναι ἡ πίστη στὸν Θεό, ὁ σχετικισμὸς ἀποστομώνεται ἀκριβῶς τὸ ἴδιο. Στὴν ἀθεΐα δὲν ὑπάρχει τίποτα βάσιμο καὶ ἀξιοσέβαστο. Γιὰ νὰ εἶσαι ἄθεος χρειάζεται νὰ ζεῖς ἄλογα, νὰ ἀδιαφορεῖς γιὰ τὸ νόημα τῶν πραγμάτων, ἢ νὰ ὑποφέρεις ἀπὸ κατώτερες ἐμπάθειες, ἰδεοληψίες καὶ φανατισμό.

Ἡ εὐφυΐα τῆς ἐπιστήμης θὰ κάνει, στὴν καλύτερη περίπτωση, ὅλους τοὺς δυνατοὺς ὑπολογισμούς, θὰ κατανοήσει πῶς λειτουργεῖ τὸ σύμπαν μὲ κάθε λεπτομέρεια, ὅμως αὐτὸ δὲν ἀποκαλύπτει γιατί ὑπάρχουν ὅσα ὑπάρχουν, ἂν ἔχουν κάποιο νόημα ἢ σκοπό. Χρειάζεται ἄλλη δύναμη γιὰ νὰ μάθω τί μπορεῖ νὰ κρύβεται στὴ ζωὴ καὶ τὸν θάνατο, ἢ ἂν ἔχουν τὸ νόημα ποὺ θὰ δώσω ὁ ἴδιος, ἀκόμη καὶ ὅτι δὲν ἔχουν νόημα. Ὁ ἄθεος ἀντέχει νὰ ζεῖ χωρὶς ἀπάντηση στὸ πιὸ σημαντικό, ἐπειδὴ ἀρκεῖ­ται σὲ ἐφήμερες ἀξίες, ἂς ποῦ­με στὴ δημιουργία μιᾶς δίκαιης κοινωνίας, ἢ στὴν ἁπλὴ χυδαιότητα, νὰ φᾶμε καὶ νὰ πιοῦμε μέχρι νὰ πεθάνουμε. Ἡ νο­η­μοσύνη του, ἡ πέρα ἀπὸ τὴν εὐφυΐα συνολικὴ δύναμη τοῦ νοῦ του, εἶναι χαμηλή.

*

Ἡ ἀπουσία ἀποδείξεων γιὰ τὴν ὕπαρξή Του εὐνοεῖ τὴν εἰκασία πὼς ὁ Θεὸς δὲν ὑπάρχει, ἢ μήπως σημαίνει ὅτι δὲν θέλει νὰ μὲ ἀναγκάσει νὰ τὸν δεχτῶ, προτιμάει νὰ μὲ ἀφήνει σὲ ὅποιες ἀπόψεις θέλω, ἂν δὲν ἐνδιαφέρομαι νὰ τὸν γνωρίσω; Γίνεται νὰ ἀπαντηθεῖ τὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἔγκυρα;

Προηγεῖται καθοριστικὰ τὸ αὐτονόητο, νὰ θέλω νὰ δώσω ἀπάντηση. Ἄραγε, ὅποιος ἀρνεῖται τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ζήτησε νὰ μάθει μὲ πεῖσμα, μὲ ἀφοσίωση, μὲ ὑπομονὴ καὶ ἀγωνία, καὶ δὲν βρῆκε τίποτα, ἢ περίμενε νὰ ἀνακαλύψει τὸν Θεό, ὅταν αὐτὸ ἦταν τὸ τελευταῖο ποὺ τὸν ἐνδιέφερε;

Ἀδιαφορία ἢ φανατισμὸς βρίσκεται πίσω καὶ ἀπὸ ἕνα ἀθεϊστι­κὸ ρεῦμα ὑποτίθεται πιὸ ἀντικειμενικὸ καὶ ‘ψαγμένο’, τὸν ἀγνωστικισμό. Ἀγνωστικιστὴς εἶναι ὁ κουτοπόνηρος ἄθεος, ἐκεῖνος ποὺ κατάλαβε (ἐπιτέλους!) πὼς ἡ ἀθεΐα εἶναι ἐξίσου προσωπικὴ ὑπόθεση —εἶναι μιὰ πίστη μὲ ἀρνητικὸ περιεχόμενο, ἐφόσον ἡ ἀνυπαρξία τοῦ Θεοῦ δὲν ἀποδεικνύεται περισσότερο ἀπὸ τὴν ὕπαρξή Του — καὶ ἀντὶ νὰ ζητήσει ἀληθινὴ διέξοδο, ἀποφάσισε νὰ παριστάνει τὸν ἀντι­κειμενικὸ δηλώνοντας ἄγνοια, ὅτι ἐλλείψει ἀποδείξεων εἶναι ἕνας κακομοίρης καταδικασμένος νὰ μὴ μάθει ποτὲ ἂν ὑπάρχει Θεός, ζωὴ μετὰ τὸν θάνατο, κ.λπ.

Ἡ πραγματικότητα διαφέρει. Ὅποιος θέλει νὰ μάθει, ἔχει στὴ διάθεσή του πλῆθος ἐνδείξεων. Δὲν ὑπάρχει ἀπόδειξη, σὲ αὐτὸ ὅλοι συμφωνοῦμε, ὅμως ἁπλὴ ἄγνοια δὲν εἶναι δυνατή: ἡ ἄρνηση καὶ ἡ κατάφαση τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχουν τὸ ἴδιο βάρος. Χρειάζεται νὰ εἶμαι ἀποφασισμένος νὰ ἀγνοῶ, ἂν δὲν κατόρθωσα νὰ ἀνακαλύψω οὔτε κἂν τὸ ὁλοφάνερο, ὅτι εἶναι συντριπτικὰ περισσότερες οἱ πιθανότητες ὁ Θεὸς νὰ ὑπάρχει, καὶ μάλιστα νὰ εἶναι ὁ Χριστός.

Πρῶτο καὶ ἤδη ἀποφασιστικό: ὁ Χριστὸς δὲν γίνεται νὰ περιγραφεῖ σὰν ἕνας ‘φωτισμένος ἄνθρωπος’, ‘προφήτης’, ‘ἅγιος’, ‘δάσκαλος’, κ.λπ., ὅπως τὸν δέχεται μιὰ δῆθεν καλοπροαίρετη μερίδα ἀντίχριστων, ὑποχρεωμένη νὰ δεχτεῖ τὶς ἐπιστημονικὲς βεβαιώσεις γιὰ τὴν ἱστορικότητα τῆς ὕπαρξής Του καὶ πρόθυμη νὰ Τοῦ ἀναγνωρίσει ὅλες τὶς ἀρετές, ἀρκεῖ νὰ ἀπορρίψει τὴν θεότητά Του. Πῶς θὰ ἦταν πράγματι φωτισμένος, ἂν βρισκόταν σὲ τόσο μεγάλη σύγχυση νὰ νομίζει πὼς ὁ Ἴδιος εἶναι ἡ Ὁδός, ἡ Ἀλήθεια, ἡ Ζωὴ καὶ ἡ Ἀνάσταση!, ἂν ἰσχυριζόταν πὼς ὑπάρχει προτοῦ γεννηθεῖ ὁ Ἀβραάμ!, καὶ ὅτι ὅποιος πιστεύει στὸν Ἴδιο θὰ σωθεῖ, καὶ τόσα ἄλλα, ποὺ δὲν ἔχει πεῖ ποτὲ γιὰ τὸν ἑαυτό του κανένας προφήτης, ἅγιος καὶ δάσκαλος καμμιᾶς θρησκείας, οὔτε πρὶν οὔτε μετὰ τὸν Χριστό; Εἶναι δυνατὸν νὰ ἦταν φωτισμένος καὶ ὅμως νὰ πίστευε πὼς εἶναι ὁ Θεός, χωρὶς νὰ εἶναι; Ἑπομένως: εἴτε ὁ Χριστὸς εἶναι ὅ,τι ὁ Ἴδιος ἔλεγε, ἢ ἀλλιῶς εἶναι παρανοϊκός, σὲ καμμιὰ περίπτωση δὲν μπορεῖ νὰ περιγραφεῖ σὰν ἕνας ‘φωτισμένος ἄνθρωπος’. Ὅμως ἡ διδασκαλία του, οἱ πράξεις του, τὸ γεγονὸς ὅτι στὸν Ἴδιο στηρίχθηκαν οἱ μεγαλύτεροι πολιτισμοὶ τοῦ πλανήτη, εἶναι ἱκανὰ τεκμήρια ὅτι δὲν ἐπρόκειτο γιὰ παρανοϊκό. Ἄλλωστε, οὔτε ὁ πιὸ ἐπιπόλαιος δὲν θὰ εἶχε φθάσει στὸ σημεῖο νὰ ἀποκαλέσει φωτισμένο ἕνα παρανοϊκό. Ἑπομένως εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ δεχθοῦ­με πὼς ὅταν ἀναφερόταν στὸν ἑαυτό Του ὡς Θεό, δήλωνε τὴν ἁπλὴ πραγματικότητα.

Μιὰ ἔντιμη στάση γιὰ τὸν ἀγνωστικιστὴ θὰ ἦταν νὰ παραδεχτεῖ ὅτι δὲν ἐνδιαφέρεται καὶ τόσο νὰ γνωρίσει ἂν ὑπάρχει ἢ ποιὸς εἶναι ὁ Θεός. Γιατί ὅμως παριστάνει πὼς βρίσκεται σὲ ἀδιέξοδο, ἂν ὄχι ἐπειδὴ καταλαβαίνει ἢ νοιώθει ὑποσυνείδητα νὰ τὸν ἐκθέ­τει ἡ ἀδιαφορία του; Σὲ κάθε περίπτωση: δὲν εἶναι ἔξυπνο νὰ προσπαθεῖς νὰ κρύψεις τὴν περιφρόνησή σου γιὰ τὸν Θεὸ ἀντὶ νὰ ἐρευνήσεις ποῦ ὀφείλεται ἡ ντροπή σου.

*

Μιὰ ἐπιπόλαιη ἀθεϊστικὴ ἑρμηνεία τῶν θρησκειῶν, προσπαθεῖ νὰ τὶς παρουσιάσει ὡς ‘ὄπιο τοῦ λαοῦ’. Σύμφωνα μὲ τὴν ‘ἐξήγηση’ αὐτή, ὁ ἄνθρωπος ἐπινοεῖ μιὰ μεταφυσικὴ διάσταση ἀπ’ ὅπου ἀντλεῖ ψεύτικη παρηγοριὰ καὶ ἐθίζεται στὴν αὐταπάτη. Εἶναι δυνατὸ αὐταπάτη τῶν μεγαλύτερων διαστάσεων, ὅπως εἶναι ἐκείνη γιὰ τὴν ἴδια τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ νόημα τῆς ζωῆς, νὰ δημιουργήσει τὴν Ἰλιάδα, τὴν Πολιτεία, τὸν Παρθενῶνα, τὴν Βίβλο, τὴν Ἁγία Σοφία, τοὺς Ὕμνους τῶν Θείων Ἐρώτων; Τὸ νὰ νομίζεις ὅτι τὰ χέρια σου εἶναι φτερὰ εἶναι ὁ πιὸ βέβαιος τρόπος νὰ τσακιστεῖς.

Ὄχι κάποιος ‘δεύτερος’ πολιτισμός, ἀλλὰ ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικός, χωρὶς τὸν ὁποῖο δὲν θὰ ὑπῆρχε οὔτε κἂν ἡ ἀθεΐα μας, ἀναπτύχθηκε στὴν ἑνότητα Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα ἦταν γεμάτη ναούς. Τὸ ἴδιο τὸ ὄνομα Ἕλληνας φαίνεται νὰ ἔχει ἱερατικὴ ἐτυμολογία. Στὸν Ὅμηρο Θεοὶ καὶ ἄνθρωποι βρίσκονται σὲ διαρκῆ προσωπικὴ ἐπαφή. Ὁ Πλάτων ἐξηγεῖ τὴν ὁμοιότητα τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο, τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν! Ὁ Ἀριστοτέλης ἀξιολογεῖ τὴν Θεολογία ὡς γνώση τῶν γνώσεων. Ὑπῆρχε ἰσχυρὴ ἀσκητικὴ παράδοση, ὄχι μόνο στὸν ‘ἁπλοϊκὸ’ πληθυσμὸ ἀλλὰ καὶ στοὺς φιλοσόφους. Ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη μεγάλων σοφῶν ποὺ μιλοῦν γιὰ μιὰ πραγματικότητα ὄχι ἀμέσως προσιτή, ἐπιβάλλει νὰ μὴν κλείσω τὸ ζήτημα βιαστικά. Ἔστω μόνο ὁ Πλάτων καὶ ὁ Ἀριστοτέλης θὰ ἀρκοῦ­σαν γιὰ νὰ σκέφτομαι τὰ σχετικὰ ἐρωτήματα γιὰ ὅλη μου τὴ ζωὴ μὲ τὴ μεγαλύ­τερη προσοχή.

Πλάτων

 

Ὁ Πλάτων ὄχι ἁπλῶς πιστεύει στὸν Θεό, ἀλλὰ ἐξηγεῖ γιὰ ποιὸ λόγο δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, ὅτι εἶναι ἀγαθὸς καὶ ὡς ἀγαθὸς δὲν φθονεῖ κανένα, ὥστε ἔκανε τὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ μεταδώσει τὶς δυνάμεις Του, νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος ὅμοιος μαζί Του! Καὶ συζητάει μὲ τὸν Αἰσχύλο πῶς ἀκριβῶς ἡ ψυχὴ ἐγκαταλείπει τὴν ἐδῶ ζωή της καὶ μεταβαίνει στὴν ὁριστική της διαμονή!

Ὁ Πλάτων δὲν εἶναι μιὰ ‘θεοῦσα’, εἶναι αὐτὸς μὲ τὴ σκέψη τοῦ ὁποίου σκεφτόμαστε μέχρι σήμερα. Ἂν βρισκόταν τρόπος νὰ ἀφαι­ρεθεῖ ὁ Πλάτων ἀπὸ τὴν ἱστορία, ὁλόκληρος ὁ λεγόμενος ‘δυτικὸς’ πολιτισμός, ὁ πολιτισμὸς τῆς Εὐρώπης, τῆς Ἀμερικῆς, τῆς Ρωσίας, κ.λπ., θὰ ἐξαφανιζόταν σὰν νὰ μὴν εἶχε ὑπάρξει ποτέ! Πῶς μπορεῖς νὰ παρακάμψεις τὴ μαρτυρία τοῦ Πλάτωνα τόσο εὔκολα καὶ γρήγορα, παριστάνοντας τὸν ἀνίδεο κακομοίρη, ὅτι εἶσαι καταδικασμένος στὴν ἄγνοια; Καὶ δὲν εἶναι μόνο ὁ Πλάτων, ἀλλὰ καὶ ὁ Ἀριστοτέλης, καὶ τόσοι ἄλ­λοι.

Ἔπειτα, πῶς θὰ σκεφτόμουν τὴν ἱστορία στὰ σοβαρά, καὶ δὲν θὰ προσπαθοῦσα νὰ κατανοήσω τὴ βάπτιση τοῦ Ἑλληνισμοῦ; Πῶς συνέβη τὸ δραματικὸ αὐτὸ γεγονός, ἕνας τόσο μεγάλος πολιτισμὸς νὰ ἐγκαταλείψει τὴ θρησκευτική του παράδοση καὶ νὰ πιστέψει σὲ ἕνα Θεὸ ποὺ εἶχε ἀρνηθεῖ ὁ ἴδιος ὁ Ἑβραϊσμός, μάλιστα ὅταν προηγουμένως οἱ Ἕλληνες ἀδιαφοροῦσαν τελείως γιὰ ὁτιδήποτε ἑβραϊκό;

Ἀκόμη, θὰ ἤθελα νὰ ἄκουγα κάποιον ἄθεο, ποιὰ σοφιστεία θὰ ἔβρισκε γιὰ νὰ ἐξηγήσει τὴ μεταστροφὴ τοῦ Παύλου, πῶς ὁ ἀδυσώπητος διώ­κτης τῶν χριστια­νῶν, ἄλλαξε καὶ ἀφιέρωσε τὴ ζωή του στὴ διάδοση τῆς πίστης ποὺ πολεμοῦσε, ὑποφέροντας χίλια βάσανα καὶ φθάνοντας νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸν Χριστό; Μιὰ παραίσθηση δὲν δημιουργεῖ νόημα, συγκρότηση, προσπάθεια καὶ αὐτοθυσία.

Διωγμοὶ τῶν χριστιανῶν. Συνεχίζονται μέχρι σήμερα σὲ πολλὲς χῶρες.

Πῶς θὰ ἐνδιαφερόμουν νὰ σκεφτῶ πραγματικά, ὅμως δὲν θὰ προσπαθοῦσα νὰ κατανοήσω τὸ φαινόμενο χιλιάδων Μαρτύρων, ὅταν ὁ χριστιανισμὸς ἦταν καθαρὰ ἑλληνικὴ ὑπόθεση καὶ μιὰ περιθωριακὴ διωκόμενη θρησκεία τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας; Σοῦ ἀνακοίνωνε ὁ αὐτοκράτορας ὅτι ἂν δὲν ἀρνηθεῖς τὸν Χριστὸ θυσιάζοντας στοὺς παραδοσιακοὺς δικούς σου θεούς, στὸν Δία κ.λπ., θὰ δεῖς τὰ παιδιά σου νὰ σφάζονται μπροστά σου καὶ θὰ σταλεῖς σκλάβος στὰ ὀρυχεῖα τῆς Αἰγύπτου. Ποιός θὰ ἀποφάσιζε νὰ τὰ θυσιάσει ὅλα γιὰ μιὰ ἀμφίβολη ἑβραϊκὴ διήγηση, γιὰ ἕνα παράδοξο ἐσταυρωμένο Θεό, ποὺ εἶχαν ἀπορρίψει οἱ ἴδιοι οἱ Ἑβραῖοι; Ἔπειτα, θὰ μποροῦσαν νὰ λατρεύουν τὸν Χριστὸ κρυφά, νὰ παριστάνουν ὅτι πιστεύουν στὸν Δία, ἀλλὰ οὔτε αὐτὸ δὲν ἀνέχθηκαν! Θυσίαζαν ὄχι μόνο τοὺς δικούς τους Θεούς, ἀλλὰ τὴν οἰκογένειά τους, τὰ παιδιά τους, ὅλη τὴν ἐλευθερία καὶ τὴ ζωή τους, ἀντὶ νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστὸ ἐπιφανειακά, ἔστω μόνο φραστικά. Γιατί;

Ἂν εἶχα πραγματικὸ ἐνδιαφέρον νὰ βεβαιωθῶ, γιατί θὰ ἀδιαφοροῦσα γιὰ χιλιάδες ποὺ διηγοῦνται διαχρονικὰ ὅτι ὁ Χριστὸς τοὺς ἔχει φανερωθεῖ ἐνώπιος ἐνωπίῳ, ὄχι σὲ ὄνειρο; Δὲν πρόκειται γιὰ ἁπλὴ πεποίθηση, ἀλλὰ γιὰ ὅραση, συνάντηση, ἐμπειρία, ποὺ ἐμφανίζεται στὸ ἐπίκεντρο τοῦ πιὸ μεγάλου, σοβαροῦ, ἐπιστημονικοῦ καὶ φιλοσοφικοῦ πολιτισμοῦ, ἐμπειρία ποὺ συνεχίζεται μέχρι σήμερα ὁδηγῶ­ντας σὲ ὑψηλὲς μορφὲς δημιουργίας — λογοτεχνικές, εἰκαστικές, μουσικές, ἀρχιτεκτονικές…

Ὅλες αὐτὲς οἱ ἐνδείξεις, ἡ ἴδια ἡ μεταστροφὴ τοῦ μεγαλύτερου ἀρχαίου πολιτισμοῦ, χωρὶς τὴν ὁποία δὲν θὰ ὑπῆρχε σήμερα καμμιᾶς μορφῆς χριστιανισμός, οὔτε ὁ λεγόμενος ‘δυτικὸς’ πολιτισμός, καὶ φυσικὰ οὔτε ὁ Νέος Ἑλληνισμός, εἶναι ὅλο αὐτὸ κάτι ἀσήμαντο, καὶ μόνο σημαντικὸ ὅτι ὁ ἑαυτούλης μου δὲν ἔχει δεῖ τὸν Χριστό; Πόσα πράγματα δὲν ἔχω δεῖ; Σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχουν; Ἢ ἂν μοῦ φαίνεται ἡ ζωὴ ἄδικη, γιατί αὐτὸ θὰ σήμαινε ὅτι δὲν ὑπάρχει ὁ Θεός; Ἐπειδὴ δὲν ἔχει τὰ δικά μου κριτήρια γιὰ τὴ δικαιοσύνη; Ἢ ἂν μοῦ φαίνεται ἀπίθανος ἕνας Θεὸς ποὺ βασανίζεται, σταυρώνεται καὶ πεθαίνει, πῶς ἐξηγῶ ὅτι προσωπικότητες μεγαλύτερες ἀπὸ μένα ἀφιέρωσαν τὴ ζωή τους σὲ ἕνα τέτοιο Θεὸ ἀκριβῶς, μεγάλοι φιλόσοφοι, ὅπως ὁ Σεστὼφ ἢ ὁ Κίρκεγκωρ, μεγάλοι ἐπιστήμονες, ὅπως ὁ Γαλιλαῖος, ὁ Κέπλερ, ὁ Πασκάλ, ὁ Παστέρ, ὁ Χάιζεμπεργκ, μεγάλοι καλλιτέχνες ὅπως ὁ Ρέμπραντ καὶ ὁ Βὰν Χόχ, μεγάλοι μουσικοὶ ὅπως ὁ Μπὰχ καὶ ὁ Μπετόβεν, λογοτέχνες, ὅπως ὁ Δάντης, ὁ Μπλέηκ, ὁ Ἔλιοτ, ὁ Οὐγκώ, ὁ Τολστόι, ὁ Ντοστογιέφσκυ, καὶ πόσοι ἄλλοι… Ἔχω κάνει τὸν κόπο νὰ σκεφτῶ τί μπορεῖ νὰ σημαίνει ἡ Σταύρωση;

Εἶναι σύμπτωση πὼς οἱ σπουδαῖοι ἄθεοι, ὅπως ὁ Νίτσε, εἶναι δραματικὰ λιγώτεροι, καὶ λιγώτερο σημαντικοί; Φτιάξε δύο λίστες μὲ τὶς μεγαλύτερες προσωπικότητες ποὺ πίστευαν στὸν (ὅποιο) Θεό, καὶ βάλε την πλάι σὲ μιὰ λίστα μὲ ἄθεους. Θὰ ἐκπλαγεῖς μὲ τὴ διαφορὰ στὸν ἀριθμὸ καί, τὸ κυριώτερο, στὴν σπουδαιότητά τους. Ἀκόμη καὶ ὅποιος ἀδυνατεῖ νὰ ἐκτιμήσει τὰ μεγέθη, τουλάχιστον ἔχει ἀκόμη ἕνα ἔρεισμα νὰ μὴν κλείσει τὸ ζήτημα χωρὶς νὰ τὸ σκεφτεῖ μὲ σοβαρότητα γιὰ ὅλη του τὴ ζωή. Φοβᾶμαι ὅμως ὅτι ἀρκετοὶ ἄθεοι δὲν ἔχουν κατανοήσει τὶς θεολογικὲς ἀλήθειες καὶ αὐτὸ ποὺ πράγματι ἀρνοῦνται, νομίζοντας ὅτι ἀρνοῦνται τὸν Θεό, εἶναι μιὰ δική τους ἢ τοῦ περιβάλλοντός τους θεολογικὴ παρεξήγηση, εἴτε, ἀκόμη χειρότερα, τὸν ἀρνοῦνται σὰν νὰ τὸν ‘ἐκδικοῦνται’ γιὰ τὴ ζωή τους ποὺ δὲν τοὺς ἀρέσει — δὲν σκοπεύουν πράγματι στὴ γνώση, γι’ αὐτὸ ἔχουν μικρὲς ἀπαιτήσεις ἀπὸ τὴ σκέψη τους. Ἂς ἐλπίσουμε κάποτε νὰ ἐνηλικιωθοῦν.

Ὑπάρχουν καὶ ἀντίχριστοι ποὺ νομίζουν ὅτι ἀρνοῦνται τὸν Χριστό, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα ἀρνοῦνται νοοτροπίες καὶ συμπε­ριφορὲς ποὺ καλλιέργησε ἡ Ἐκκλησία παραμορφώνοντας τὸν χριστιανισμό. Ὅμως ἡ εὔκολη ἀπόρριψη τῆς πίστης ἀπὸ τὸν μέσο ἄθεο θὰ παρέμενε αὐτὸ μόνο, ἁπλὴ ἀπερισκεψία, ἂν δὲν ἦταν πρόστυχο νὰ ἀρνεῖσαι κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο οὔτε κἂν ἐνδιαφέρθηκες, ὅταν μάλιστα αὐτὸ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Τί ἄλλο ἀπὸ χυδαιότητα δείχνει νὰ κοιμᾶσαι καὶ νὰ ξυπνᾶς μὲ ἀγωνία γιὰ τὴν ὑγεία καὶ τὴν εὐημερία σου, γιὰ τὰ διάφορα σχέδιά σου ἢ ὁτιδήποτε, ὁ Θεὸς νὰ μὴν εἶναι οὔτε ὁ τελευταῖος στὴ λίστα μὲ τὰ ἐνδιαφέροντά σου, καὶ ὅμως νὰ ἔχεις θεολογικὲς γνῶμες…

Ἔπειτα, πῶς προσεγγίζω τὸ ἴδιο τὸ φαινόμενο τῆς ζωῆς; Κάτι τόσο μεγάλο εἶναι μιὰ τυχαιότητα; Τὸ πιὸ πολύτιμο, ἂν ποῦμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ πολύτιμο, ἀνήκει στὰ ὅρια μιᾶς συμπτωματικῆς προσωρινότητας; Πῶς ἀντέχω νὰ μεγαλώνω τὰ παιδιά μου στὸν ἀπόλυτο παραλογισμό, νὰ βγάλουν ὅσο περισσότερα λεφτὰ γίνεται ἢ νὰ ὑπηρετήσουν διάφορα ‘ἰδανικά’, μέχρι νὰ μποῦν σὲ μιὰ κοῦτα καὶ νὰ γίνουν χῶμα ἢ στάχτη μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς τους καὶ τὰ παιδιά τους;

Προτοῦ ἀρνηθῶ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ μὲ φανατισμό, ἢ παραστήσω τὸν ἀντικειμενικό, ὅτι εἶμαι ἕνας κακομοίρης καταδικασμένος νὰ ἀγνοῶ ἂν ὑπάρχει Θεὸς καὶ ἄλλη ζωή, ἂς προσπαθήσω νὰ καταλάβω τὴ σπουδαιότητα ἑνὸς ἁπλοῦ ἐρωτήματος: ἀναγνωρίζω στὸν ἄνθρωπο — στὸν κάθε ἄνθρωπο προσωπικά — ἀξία τόσο πολύτιμη, ποὺ εἶναι ἁπλῶς ἀδύνατο νὰ χαθεῖ; Ἂν ὄχι, τότε δὲν μπορῶ νὰ πιστέψω στὸν Θεό, ἀκόμη κι ἂν πιστεύω. Ἀπὸ ἐδῶ ἀρχίζουν ὅλα καὶ σὲ αὐτὸ κρίνονται, στὴν ἐμπειρία ποὺ ἔχω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ὄχι στὴν ἰδέα ποὺ ἔχω γιὰ τὸν Θεό.

*

Ὁ κόσμος καὶ ὅλα τὰ πλάσματα, ὅπως τὰ ἀστέρια ὅταν βγεῖ ὁ ἥλιος, ἀφανίζονται κάθε φορὰ ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ συμβαίνει ἤδη τώρα, ὅποτε φανερώνεται ὁ Χριστὸς μὲ δύναμη. Ἡ σχέση μαζί Του, ποὺ ἀναπτύσσεται μυστικὰ καὶ ἔμμεσα, ἀναδύεται στὶς φανερώσεις τῆς ὁλόκληρης μορφῆς Του καὶ ἐξαντλεῖ τὴν ὅραση.

Ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι ἕνα συναίσθημα ἀλλὰ ἕνα πρόσωπο. Τὸ ἔχει ἀνακοινώσει μὲ λιτότητα ὁ Ἰωάννης: Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν — Ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ἀγάπη / Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ Θεός. Ἂν ὁ Ἴδιος δὲν τὸ φωτίζει, κανένα πρόσωπο δὲν εἶναι ἱερό.

Μήπως δὲν γνωρίζετε τὸν ἑαυτό σας; ρωτάει ὁ Παῦλος, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι μέσα σας; Ὁ ζωντανὸς Θεὸς μέσα σὲ δύο ἀν­θρώπους ἀναγνωρίζει τὸν ἑαυτό Του καὶ στοὺς δύο. Ἡ ἀναγνώριση αὐτὴ εἶναι ὁ ἔρωτας, καὶ εἶναι μιὰ ἔμμεση ἤπια φανέρωση. Ὁ Ρίλκε ἔλεγε πὼς ἡ ὀμορφιὰ εἶναι μόνο ἡ ἀρχὴ τοῦ τρομεροῦ, ποὺ ἀκόμη μποροῦμε νὰ ἀντέξουμε.

Ὅμως δὲν ἐκβιάζεται. Δὲν ὑπάρχει μέθοδος. Προσέχω τὴ ζωή μου, εἶμαι ἀπαιτητικὸς στὶς σχέσεις μου, σκέ­φτομαι, διορθώνω λάθη, κάνω τὸ καλύτερο ποὺ νομίζω τὴν κάθε στιγμή, ἐμπιστεύομαι τὸν Θεὸ ὁλόψυχα, καὶ ἀφήνω τὸν Ἴδιο, ὅποτε θελήσει, νὰ μεγαλώσει τὴ σχέση Του μαζί μου καὶ μέσα ἀπὸ τέτοιες φανερώσεις.

Δὲν φανερώνεται ὅταν εἴμαστε μόνοι μας. Στὴν ἀμεσότητα τῆς φανέρωσής Του, ὁ ἄλλος χάνεται ἀπὸ μπροστά μου, καὶ ἔρχομαι πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὸν Ἴδιο στὴν ὁλόκληρη αὐθυπόστατη μορ­φή Του.

Ὁ ἔρωτας εἶναι νοητικὴ κατάσταση μᾶλλον παρὰ συναισθηματική, καὶ ἔτσι βιώνεται. Τὸν ἔρωτα ὀνομάζουμε ἐπίσης Ἀνάσταση, Σωτηρία, Θεωρία, Ἄλλη Ζωή, Μετάνοια, καὶ Θέωση. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἀγαπᾶμε πολλοὺς χωρὶς νὰ χάνεται οὔτε ἡ μοναδικότητα οὔτε ἡ ἀποκλειστικότητα τῆς σχέσης — ἐπειδὴ ἀγαπᾶμε πάντα ἕναν, καὶ πάντα ἕνας μόνο μᾶς ἀγαπάει. Χωρὶς αὐ­τὸν ἴσως ὑπῆρχαν προσωρινὲς ἕλξεις — ἀπαιτῶντας τὴν ἀποκλειστικότητα ὡς μεροληψία, προκαλῶντας ζήλεια, κ.λπ. — ὄχι ὅμως ἀγάπη, ἐφόσον κανένα πλάσμα δὲν μπορεῖ νὰ ἐπισκιάσει τὰ πάντα στὴν ἀπόλυτη φανέρωση ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ ἀγάπη.

Ἂν γινόταν νὰ βρεθεῖ πραγματικὴ ἀπόδειξη καὶ ὄχι μόνο ἐν­δεί­ξεις γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ποιά θὰ ἦταν ἰσχυρότερη ἢ ἐγκυρό­τε­ρη ἀπὸ τὴν ἀποκλειστικότητα ποὺ καταργεῖται παραμένοντας; Ἡ ἀπόδειξη αὐτὴ γιὰ τὴν ὕπαρξη ἑνὸς Θεοῦ ποὺ βρίσκεται ὄχι μόνο πέρα ἀλλὰ καὶ μέσα στὸν ἄνθρωπο, ὅπως εἶναι ὁ Χριστός, ἡ μόνη αὐστηρὴ ἀπόδειξη, θὰ ἦταν ἀρκετὴ γιὰ ὅποιον μπορεῖ νὰ τὴν κατανοήσει ἔμπρακτα, στὴ ζωὴ καὶ τὴν ἐμπειρία του — γιὰ τὸν ὁποῖο ὅμως ὁποιαδήποτε ἀπόδειξη ἁπλῶς περιττεύει!

Ἡ ἀπόδειξη αὐτὴ δὲν προσβάλλει τὴν ἐλευθερία μας. Ἡ ἀντικειμενικότητά της ἀπευθύνεται σὲ προσωπικὲς ὑπαρξιακὲς προϋποθέσεις, γι’ αὐτό, ὅσο καλὰ κι ἂν ἐξηγηθεῖ, μὴ ἔχοντας βιωματικὸ ἀντίκρυσμα δὲν ἐπιβάλλεται. Εἶναι σὰν νὰ βεβαιώνομαι πὼς ὑπάρ­χει μιὰ πόλη στὴν ὁποία δὲν ἐνδιαφέρομαι νὰ πάω. Ὅ,τι κι ἂν λένε, ἀπ’ τὸ ἕνα αὐτὶ μπαίνει, ἀπ’ τὸ ἄλλο βγαίνει. Τὸ δέχομαι ἀλλὰ ἐπιφανει­α­κά, δὲν μὲ ἀφορᾶ καὶ δὲν μὲ ἐπηρεάζει.

Ποιός εἶναι ὅμως αὐτὸς ποὺ οὔτε κἂν ἐνδιαφέρεται νὰ καταλάβει, καὶ ὅμως ἐπιμένει στὴν ἀθεΐα ὁ κόσμος νὰ χαλάσει; Αὐτὸς ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἀγαπήσει, δὲν μπορεῖ οὔτε νὰ πιστέψει, ἐξηγεῖ λακωνικὰ ὁ Συμεών.

Ἡ Ἀνάσταση (Μονὴ τῆς Χώρας, Κωνσταντινούπολη