Γιῶργος Βαλσάμης, Ἡ ψυχὴ εἶναι ὁ ἐγκέφαλος;

Σημείωση: οἱ ἀπόψεις ποὺ διατυπώνονται στὰ κείμενα τῶν καθηγητῶν ἐκφράζουν τοὺς συγγραφεῖς, δὲν ἐκπροσωποῦν ἀπαραιτήτως τὴν σχολικὴ μονάδα συνολικά.

Μερικοὶ ἐπιστήμονες ἔχουν βαλθεῖ νὰ ἀποδείξουν πὼς ὅ,τι ὀνομάζεται παραδοσιακὰ ψυχὴ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ μιὰ σειρὰ λειτουργιῶν τοῦ ἐγκεφάλου! Μὲ τὸν θάνατο ἡ ‘ψυχὴ’ ἀφανίζεται, ἑπομένως δὲν ὑπάρχει οὔτε μετὰ θάνατον ζωή. Εἶναι δυνατὸ νὰ σκεφτοῦμε τὸ ζήτημα ἔτσι ποὺ νὰ προκύψει ἔγκυρη γνώση, χωρὶς νὰ πε­ριμένουμε παθητικὰ πότε καὶ ἂν ἡ ἐπιστήμη θὰ καταλήξει σὲ βέβαια συμπεράσματα, μάλιστα ὅταν γνωρίζουμε πὼς ἂν ὑπάρχει ἡ ψυχή, οὕτως ἢ ἄλλως διαφεύγει ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς ἐπιστημονικῆς ἀπόδειξης; Ὅπως θὰ δοῦμε, εἶναι δυνατό, καὶ δὲν χρειάζεται πολὺ χρόνο! Τὸ ζήτημα τῆς ψυχῆς κρίνεται ἀπὸ ἕνα ἁπλὸ ἐρώτημα: ὑπάρχουν πνευματικὰ φαινόμενα ποὺ εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀποδοθοῦν στὸν ἐγκέφαλο;

Ὅμως πρῶτα ἂς γίνει σαφὲς τὸ ἑξῆς. Ἀκόμη κι ἂν ἀποδεικνύαμε ὅτι κάθε ψυχολογικὴ λειτουργία σχετίζεται μὲ συγκεκριμένα σημεῖα τοῦ ἐγκεφάλου, ἡ ἀρχὴ θὰ παρέμενε ἀβέβαιη: ὁ ἐγκέφαλος δημιουργεῖ τὴν ψυχή, ἡ ψυχὴ τὸν ἐγκέφαλο ἢ καὶ ὁλόκληρο τὸ σῶμα, ἢ μήπως δύο ἀνεξάρτητες πραγματικότητες ἑνώνονται σὲ μιὰ ψυχοσωματικὴ ὑπόσταση; Ἡ ἀλλοίωση πνευματικῶν λειτουργιῶν μὲ χημικὲς οὐσίες ἐπίσης δὲν θὰ ἀποδείκνυε προέλευση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, παρὰ μόνο τὴ σχέση της μὲ τὸ σῶμα. Γιατί ἡ ψυχὴ θὰ προκαλοῦσε ἢ θὰ ἀφηνόταν σὲ τέτοια σχέση, τί βαθμοῦ ἐξάρτηση ἔχει ἀπὸ τὸ σῶμα, μέσα σὲ ποιά ὅρια, μὲ ποιές πιθανὲς συνέπειες γιὰ τὴν ἴδια μετὰ τὸν χωρισμό της ἀπὸ τὸ σῶμα, κ.λπ., εἶναι σπουδαῖα ζητήματα, ὅμως τώρα θέλησα νὰ ἐπιμείνω στὴ διευκρίνιση αὐτή, ποὺ ἂν καὶ αὐτονόητη, φαίνεται νὰ ὑποτιμᾶται: ἡ σχέση τῆς ψυχῆς μὲ τὸν ἐγκέφαλο δὲν ἀποδεικνύει ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὸν ἐγκέφαλο.

Νικόλαος Γύζης, Ἡ Ψυχὴ τοῦ Καλλιτέχνη

Ὁρισμένα ἐρωτήματα εἶναι χαρακτηριστικὰ καὶ ἀρκοῦν γιὰ νὰ συνειδητοποιήσει κανεὶς πὼς ἡ πνευματικὴ ζωὴ ὑπερβαίνει τὶς δυνατότητες τοῦ ἐγκεφάλου. Γιὰ παράδειγμα, τί λόγο θὰ εἶχε ὁ ἐγκέφαλος νὰ ἀκούει Μπετόβεν ἀντὶ γιὰ τζὰζ — εἴτε: ἐκεῖ ποὺ ἀπολάμβανε τὸν Ἔλβις, γιατί θὰ ἄρχιζε νὰ ἀκούει Μότσαρτ; Ἂν εἶχε κάποιο λόγο, γιατί τὸν ἔχει σὲ μένα καὶ ὄχι σὲ ἄλλον, τώρα καὶ ὄχι πρὶν ἢ ἀρ­γότερα;

Ὅσο κι ἂν τοῦ ‘ἀρέσει’ νὰ ἀναγνωρίζει ἢ νὰ δημιουργεῖ μορφές, ὁ ἐγκέφαλος δὲν ἔχει λόγο νὰ ζωγραφίσει τοὺς πίνακες τοῦ Πικάσο ἀντὶ τοῦ Σεζάν, δὲν ἔχει λόγο νὰ δημιουργήσει μιὰ συγκεκριμένη μορφὴ μόνο. Τὸ πλῆθος τῶν ὑπαρκτῶν μορφῶν εἶναι τεράστιο. Γιατί τὸ ἴδιο ὄργανο σὲ μένα ὁδηγεῖται σὲ μιὰ συγκεκριμένη μορφή, ἐνῶ σὲ ἄλλον ὁδηγεῖται σὲ διαφορετική;

Περαιτέρω, γιατί ἕνας φτωχὸς ζηλεύει τὸν πλούσιο ἐνῶ ἄλ­λος, τὸ ἴδιο ἢ περισσότερο φτωχός, δὲν ἐνδιαφέρεται κἂν γιὰ περιουσία, ἢ μπορεῖ νὰ λυπᾶται τὸν πλούσιο γιὰ τὴν περιουσία του; Τί λόγο ἔχει ἕνα βιολογικὸ ὄργανο νὰ κάνει τέτοιες ἐπιλογές, καὶ γιατί διαφορετικὲς τώρα ἀπὸ ἄλλοτε; Γιατί τὸ ἴδιο ὄργανο θὰ ἤθελε νὰ πάει στὴ σελήνη καὶ ὄχι νὰ ὀργώνει, ἢ τὸ ἀντίθετο;

Ἡ πραγματικότητα ποὺ ὑπάρχει γύρω μας εἶναι ἴδια γιὰ ὅλους, ὁ ἐγκέφαλος ἐπίσης: ἡ ἐμπειρία, ἡ ἐπιθυμία καὶ ἡ δημιουργία γιατί διαφέρουν ἐκ­πληκτικά, φθάνοντας σὲ συγκρούσεις ἀνάμεσα σὲ πρό­σωπα, ὁμάδες, πολιτισμούς, ἐποχές, περιοχές, στὴν ἴδια οἰκογένεια, σὲ ἀδέλφια;

Ὁ ἐγκέφαλος εἶναι ἀνίκανος γιὰ τὴν ἐλευθερία. Νὰ ἐξηγήσω ὡς ἔργο του τὴν πολύπλευρη καὶ ἀντιφατικὴ πραγματικότητα ποὺ δημιουργεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν προσωπικὴ καὶ συλλογικὴ ἐλευθερία του, εἶναι τόσο ἐπιστημονικό, ὅσο ἂν ἐξηγοῦσα τὶς ζωγραφιὲς ὡς ἔργα τοῦ καμβᾶ καὶ τῶν χρωμάτων χωρὶς τὴν ὕπαρξη ζωγράφου.

Ἔπειτα, ἂν ὁ ἐγκέφαλος εἶναι κατ’ ἐξοχὴν ὄργανο γνώσης, τί θὰ ἤθελε πάνω ἀπ’ ὅλα; Ὅμως οἱ περισσότεροι, σὲ μικρὲς καὶ μεγάλες ἡλικίες, ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴ γνώση! Συζητᾶς μὲ κάποιον τὸ βέβαιο τοῦ θανάτου, νὰ προσπαθήσει νὰ σκεφτεῖ, καὶ συνεχίζει νὰ νοι­άζεται γιὰ τὸ σπίτι καὶ τὸ ἁμάξι του. Γιατί; Ὄχι μόνο ἡ μορφὴ ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ βούληση γιὰ μορφὴ διαφέρει ἀπὸ ἄνθρωπο σὲ ἄνθρωπο καὶ ἀπὸ πολιτισμὸ σὲ πολιτισμό. Γιατί;

Περαιτέρω, ἂν ὁ ἐγκέφαλος εἶναι ἡ μόνη πραγματικότητα, γιατί ὁ ἴδιος νομίζει πὼς ὑπάρχει ψυχή; Πῶς ἐξηγεῖται ὅτι οἱ μεγαλύτεροι ἰδίως ἐγκέφαλοι, ὅπως τοῦ Πλάτωνα, ὄχι μόνο δὲν ἀμφιβάλλουν γιὰ τὴν ὕπαρξη τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ περιγράφουν μὲ λεπτομέρειες τὴν πορεία της μετὰ τὸν θάνατο; Μαρτυρίες φιλοσόφων καὶ ἁγίων καὶ ὅμοια ἐμπειρικὰ δεδομένα ὅπως εἶναι στὴ δική τους τάξη, δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ τὰ προσπεράσει ἡ ἐπιστήμη ἀσυζητητί, ἰδίως ὅταν προέρχονται ἀπὸ στοχαστές, χωρὶς τοὺς ὁποίους ἡ ἐπιστήμη οὔτε κἂν θὰ ὑπῆρχε…

Ἔπειτα, πῶς θὰ μποροῦσε ὁ ἐγκέφαλος νὰ θελήσει νὰ θυσιαστεῖ; Τί λόγο ἔχει νὰ θυσιαστεῖ ἕνα ὄργανο γιὰ ἕνα ἄλλο ὄργανο, ἀκόμη καὶ γιὰ ἕνα κατώτερο ὄργανο, γιὰ ἕνα παιδὶ μὲ νοητικὰ προβλήματα, γιὰ ἕνα γέροντα μὲ ἄνοια; Πῶς θὰ εἶχε ὁ ἐγκέφαλος τὴν ἔννοια τοῦ προσώπου γιὰ τὸ ὁποῖο ἀξίζει κανεὶς νὰ δώσει τὴ ζωή του — καὶ γιατί σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους πράγματι δὲν τὴν ἔχει;

Ἂν ἡ ‘ψυχὴ’ εἶναι προϊὸν μιᾶς νομοτέλειας ἠλεκτροχημικῶν συ­νάψεων, πῶς διαμορφώνεται ὁ χαρακτήρας μὲ ὅλες τὶς αἰ­σθητικὲς καὶ ἀξιολογικὲς κρίσεις, καὶ αὐτὲς διαφορετικὲς ἀπὸ ἐποχὴ σὲ ἐποχή, ἀπὸ πολιτισμὸ σὲ πολιτισμό, ἀπὸ ἄνθρωπο σὲ ἄνθρωπο;

Ἔπειτα, πῶς ὁ ἐγκέφαλος θὰ ἄλλαζε, καὶ μάλιστα δραματικά, τὸν ἑαυτὸ ποὺ ὁ ἴδιος δημιούργησε; Γιατί θὰ ἄφηνε τὸν Δία γιὰ νὰ ἀκολουθήσει τὸν Χριστό, ὅταν δὲν ἔχει κἂν αἴσθηση τῆς ἄλλης ζωῆς, ἐφόσον οὔτε κἂν ὑπάρχει ψυχὴ καὶ ἄλλη ζωή; Ὅμως δημιουργεῖ μεταφυσικὰ συστήματα, ἀναθεωρεῖ, τὰ ἐγκαταλείπει γιὰ ἄλλα, ποὺ τοῦ φαίνονται (γιατί;) πιὸ ἔγκυρα, ἀκόμη καὶ υἱοθετῶντας τελείως ξένα συστήματα, ποὺ δὲν δημιούργησε ὁ ἴδιος οὔτε ὁ περίγυρός του, φθάνοντας ἀκόμη καὶ νὰ ἐπιμένει σὲ αὐτὰ μέχρι αὐτοθυσίας!

Πῶς ὁ ἐγκέφαλος θὰ μποροῦσε νὰ νοιώσει ἐνοχές; Μὲ ποιά κριτήρια θὰ εἶχε ἰδανικὸ ἠθικὸ ἑαυτό; Γιατί θὰ ἔκανε ἀξία του τὴ φιλανθρωπία ἢ τὴ μετάνοια, τὴν ἑνότητα μὲ τὸν (ἀνύπαρκτο) Θεό, κ.λπ.; Ἢ γιατί θὰ εἶχε ἐμμονές, μῖσος, φανατισμό, διαστροφές…

Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ ζυγίζει ψυχές, έργο του Χανς Χολμπάιν του νεώτερου.

Πραγματικὸ ἐρώτημα δὲν εἶναι ἂν ὑπάρχει ἡ ψυχή, ἀλλὰ ποιὰ εἶναι ἡ σχέση της μὲ τὸν ἐγκέφαλο καὶ μὲ ὅλο τὸ σῶμα.

Τὸ σῶμα εἶναι μιὰ διάσταση τῆς ψυχῆς. Μὲ τὸ σῶμα της ἡ ψυχὴ προσεγγίζει τὰ πράγματα σύμφωνα μὲ συγκεκριμένους τρόπους καὶ μέτρα.

Ὁ Πλάτων ἀποκαλεῖ τὸ σῶμα φυλακὴ τῆς ψυχῆς. Οἱ Πατέρες τὸ ἀποκαλοῦν σῶμα τῆς ταπείνωσης, ἐπειδὴ μειώνει δραματικὰ τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς καὶ ταλαιπωρεῖ. Μιὰ νέα ἐμπειρία τῆς ὕπαρξης ἀκολουθεῖ τὴν ἀποδέσμευση ἀπὸ τὸ σῶμα αὐτό. Ὁ ‘θάνατος’ ἢ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς ταπείνωσης εἶναι μιὰ μεταμόρφωση, ἀπ’ ὅπου ἀποκαλύπτεται ἕνα πνευματικότερο, σχεδὸν ἄυλο σῶμα, ἱκανὸ νὰ ἐκδηλώνει τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς στὴν ἔνταση ποὺ μποροῦν νὰ ἔχουν.

Ἀμέσως μὲ τὴν ἐμφάνιση τῶν πρώτων σημαντικῶν κειμένων τὴν πρώτη χιλιετία πρὸ Χριστοῦ, ὁ ἄνθρωπος ἀναφέρεται στὴν ψυχή. Αὐτὸ δείχνει πὼς ἤδη στὴν προηγούμενη προφορικὴ παράδοση πολλῶν αἰώνων, ὑπάρχει μεγάλη ἐμπειρία, τὴν ὁποία προφανῶς δὲν εἶχε οὔτε λόγο οὔτε ἀφορμὴ νὰ παραγάγει ὁ ἐγκέφαλος.

Ὁ γραπτὸς λόγος κορυφαίας ἀξίας (Ὁμηρικὰ ἔπη, Βέδες, Οὐπανισάδες, κ.λπ.) ἐμφανίζεται σχεδὸν ὅπως ἡ Ἀθηνᾶ ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ Δία (στὴν Ἑλλάδα ἀκριβῶς ἔτσι), εἶναι μιὰ ὑπερχείλιση ἐπιγνώσεων ποὺ διαμορφώνονταν προφορικὰ γιὰ αἰῶνες. Χωρὶς προηγούμενα κείμενα, χωρὶς ἄσκηση, χωρὶς δοκιμές, τέτοια λογοτεχνικὴ δημιουργία προϋποθέτει ἐκπληκτικῆς διαύγειας, διάρκειας καὶ ἔντασης νόημα ζωντανὸ στὴν καθημερινὴ πραγματικότητα. Ἡ ἐμπειρία ἀπὸ τὴν ψυχὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδοθεῖ οὔτε κἂν στὸν θαυμασμὸ φυσικῶν φαινομένων.

Ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος καὶ ἄλλοι Πατέρες μιλοῦν γιὰ τὸ νοερὸ μάτι τῆς ψυχῆς, ἕνα μεγάλο φωτεινὸ δίσκο, ποὺ ὅταν ἐμφανιστεῖ, γιὰ ὅση ὥρα παρουσιάζεται, σκεπάζει τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ προσώπου (μάτια, μύτη, στόμα). Πῶς ἐξηγεῖται αὐτό, ἂν δὲν ὑπάρχει παρὰ μόνο ὁ ἐγκέφαλος; Τὴν ἴδια ἐμπειρία ἔχουν, γιὰ παράδειγμα, οἱ Ἰνδοὶ (οἱ ὁποῖοι ζωγραφίζουν συμβολικὰ τὸ μάτι τῆς ψυχῆς ἀνάμεσα στὰ δύο μάτια). Πῶς γίνεται διαφορετικοὶ πολιτισμοὶ νὰ συμπίπτουν στὴν ἴδια, ἄσχετη μὲ φυσικὰ φαινόμενα, ‘παραίσθηση’, ἡ ὁποία διαρκεῖ γιὰ αἰῶνες μέχρι σήμερα;

Louis Janmot, Ἡ Πτήση τῆς Ψυχῆς

Ἔστω πὼς οἱ ἀπόψεις ὅσων προσπαθοῦν νὰ ἀρνηθοῦν τὴν ὕπαρξη τῆς ψυχῆς εἶχαν ἀποδειχθεῖ μὲ τὸν πιὸ αὐστηρὸ τρόπο: τί θὰ δικαιολογοῦσε τὰ αἰσθήματα θριάμβου; Μὲ τὴ βεβαιότητα πὼς οἱ ἴδιοι, τὰ παιδιά τους, οἱ φίλοι τους, οἱ πάντες περιφερόμαστε προορισμένοι στὴν ἀπώλεια, πῶς ἐξηγεῖται ἡ ἔπαρση τῶν ‘ἐπιστημόνων’ αὐτῶν; Ποιός ἀνακοίνωσε ποτὲ ὡς θρίαμβο προσωπικὸ ἢ τῆς ἐπιστήμης τὸ ἀνίατο μιᾶς ἀσθένειας καὶ τὸ ἀναπόφευκτο μιᾶς καταστροφῆς; Μήπως ἀπὸ μόνο του τὸ γεγονὸς ὅτι προβάλλουν τὸ πιὸ ἐφιαλτικὸ σενάριο ὡς ἐὰν ἐπρόκειτο γιὰ λαμπρὴ ἀνακάλυψη, δὲν ἀποδεικνύει μόνο μῖσος γιὰ ὅ,τι τοὺς ὑπερβαίνει, ἀλλὰ κυρίως ὅτι δὲν πιστεύουν οὔτε οἱ ἴδιοι στὸ ‘εὕρημά’ τους; Ἄλλωστε καὶ ἡ δική τους ψυχὴ στὸ βάθος της καθόλου δὲν ἀγνοεῖ πὼς ὑπάρχει καὶ πὼς εἶναι ἀθάνατη. Συμφέρει ὅμως τὸ βάθος νὰ ἔχει ἀνταπόκριση στὴν ἐπιφάνεια, νὰ ζεῖ κανεὶς συνειδητὰ — καὶ δὲν ἀρκεῖ οὔτε αὐτὸ ἀπὸ μόνο του.

Ἡ πιὸ ἁπλὴ σχέση ὁλόψυχης ἀγάπης ἀναγνωρίζει στὸν ἄνθρωπο ἀξία ποὺ δὲν γίνεται νὰ χαθεῖ. Ἡ ζωντανὴ ψυχὴ παίρνει χαρὰ καὶ δύναμη ἀπὸ τὸν θαυμασμό, καὶ εἶναι δυνατὸ νὰ ὑψωθεῖ στὴν θεία νόηση. Τὸ ἀντίθετο συμβαίνει μὲ τὴν ἀχαριστία, τὴ σκληρότητα καὶ τὴ μικρότητα, ἡ ψυχὴ βυθίζεται στὸ ἀσήμαντο, σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ ὁ Πλάτων περιγράφει συμβολικὰ λέγοντας ὅτι ἔχασε τὰ φτερά της καὶ ἀντὶ νὰ συναναστρέφεται μὲ τὸν Θεὸ ἔπεσε καὶ σέρνεται στὸ χῶμα. Ἡ νεκρὴ ψυχὴ ταυτίζει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὴν ἀσημαντότητα ποὺ ἡ ἴδια βιώνει στὴν ὕπαρξη, καὶ τὰ ὑπόλοιπα τῆς φαίνονται παραμύθια.