Λιάκου Μυρτώ

Μιλούσαμε για τον ουρανό

Μιλούσαμε για τον ουρανό

μα χωρίς να το καταλάβουμε,

ατενίζαμε τη θάλασσα.

Πιο γνώριμο μας φάνηκε το πρόσωπό της,

πιο κοντινό κι ανθρώπινο,

σαν δάκρυα που χύθηκαν αγκαλιασμένα από τα σύννεφα,

δάκρυα δικά μας,

που τώρα ψάχνουν καταφύγιο στη ψυχή.

Λατρεύαμε τον ήλιο,

μα κάποιες νύχτες,

προσευχόμασταν στο μισοφέγγαρο.

Σαν κάτι από εμάς

να βρήκαμε στην όψη του,

και το νιώσαμε δικό μας.

Πόσο ελεύθερη μοιάζει η ψυχή

δίπλα στο κύμα που αφρίζει!

Εκεί κοιτά κατάματα τον ήλιο,

και τον ονομάζει με σιγουριά φεγγάρι,

στέκεται άφοβα μπροστά στην Άβυσσο,

και τη βαπτίζει αιωνιότητα.

Κάθε σταγόνα της χρυσαφένιας θάλασσας που σβήνει,

μια αλησμόνητη κραυγή αγανάκτησης.

Και το κύμα,

να σκορπίζει τα άστρα που έχτισε ο καιρός.

Σαν όνειρο που έπλασε η νύχτα,

αγκαλιά με τις πρώτες ηλιαχτίδες.

Και όσα έχει να πει στη ψυχή ο ωκεανός,

της τα ψιθυρίζει κρυφά από τον ήλιο το φεγγάρι

Στην ηρεμία της νύχτας

Η νύχτα άρχισε να μυρίζει νυχτολούλουδο μαραμένο που εκτοπίζει όλη του τη χάρη λίγο πριν παραδοθεί στον αιώνιο γλυκό ύπνο και το γαλανό φως του φεγγαριού γλυστράει κρυφά από το παράθυρο και αναστενάζει αγκαλιασμένο με τον ψυχρό, πέτρινο τοίχο. Εδώ πια δεν υπάρχει επιστροφή. Μονάχα μια γεύση από το Τίποτα που αφήνει το γνώριμο αεράκι κάθε τόσο που σε διαπερνά. Αδύναμη πια η ψυχή ή και πιο δυνατή από ποτέ δεν έχει μάθει παρά να προσεύχεται σε εκείνο το οποίο ποθεί να σβήσει για χάρη του. Ξάφνου, μια στάλα φεγγαρόφωτος αγγίζει διστακτικά το γέρικο πια χέρι σου και πριν καν νιώσεις τη ζεστασιά του να σου ψιθυρίζει λόγια ανείπωτα, εκείνο απλώνεται με άνεση στο πρόσωπο σου. Σαν να σε κυβερνά δίχως απαιτήσεις και ενοχές. Και σαν τα μάτια σου λάμπουν μαζί με τα άστρα, τα χείλη σου ενώνονται φιλιωμένα πλέον και δεν ακούς παρά το μακρινό κελάηδισμα της ψυχής σου που ανοίγει φτερά και σε διατάζει. Χωρίς καμία σκέψη, σφραγίζεις τα βουρκωμένα μάτια κι αισθάνεσαι ένα με το φως. Εκεί, στη γαλήνια ηρεμία της νύχτας, παραδίνεσαι στον  αιώνιο γλυκό ύπνο, κρατώντας στο χέρι μόνο τη θύμηση του Τίποτα. Τούτη στάθηκε αρκετή για να ξεδιψάσει τα παλιά ερωτήματα της ψυχής σου.  Μια παρηγοριά έψαχνε, ένα σκαλοπάτι να ξαποστάσει και τα βρήκε όλα στο πρόσωπο εκείνης της νύχτας. Μα τώρα πια, το Τίποτα, άβυσσος ανίκητη φαντάζει τώρα που κοντοστέκεσαι μπροστά του. Θα ένιωσαν έτσι κι άλλες ψυχές άραγε σαν πρωτοαντικρίσανε το Τίποτα; Μια στιγμή στην αιωνιότητα, η κάθε ψυχή στέκεται μπρος σε έναν γιγάντιο καθρέπτη και μάχεται να αντιληφθεί πως το πρόσωπο που κοιτά και ξανακοιτά τόσο επικριτικά, δεν είναι παρά το δικό της. Αρνιέται, φτερουγίζει στον αέρα, ακουμπά  τον ήλιο και πέφτει στη θάλασσα. Δεν θέλει να είναι ένα με τη σάρκα που την αγκαλιάζει. Σαν τσακωμένο ζευγάρι, απαρνιέται η μία την άλλη.  Και ως ότου αρχίζει να καταδεχτεί την απεχθή φιγούρα απέναντί της, έχει σβήσει η μορφή από τον καθρέπτη και η ζεστασιά της πόλης έχει θολώσει το γυαλί.

Πιο φοβερή

Μοιάζει πλέον η ασχήμια του καιρού

πιο φοβερή από ποτέ

κάθε τόσο που τα βλέφαρα σμίγουν

κάτω από το απρόσμενο σκοτάδι.

Και τα χέρια που ζαρώνουν στην ανάγκη,

κάποτε φυλούσαν κάποιο όνειρο τρυφερό.

Δες πως το τσαλακώνουν τώρα,

που απλώνεται η σκιά του πολέμου και χάνεται η Άνοιξη…

Όταν τα πρόσωπα παύουν να κοιτούν τον ήλιο

Όταν τα πρόσωπα παύουν να κοιτούν τον ήλιο,

εκείνος σβήνει αφήνοντας πίσω το σκοτάδι.

Όταν τα ζώα λείπουν απ’ τα δάση,

τα δέντρα τρίζουν και οι κορμοί ραγίζουν.

Όταν οι φτωχοί πεινάνε,

οι δρόμοι αδειάζουν και ο αέρας τα ρούχα τους σκίζει.

Όταν κανείς κλέψει,

αφανίζονται οι ανάγκες και τα αγαθά.

Όταν γίνει φόνος,

ξεψυχά αργά η πλάση όλη.

Μα όταν ξεσπάει πόλεμος,

όταν το πρόσωπο ενός παιδιού ξεχειλίσει από τρόμο,

όταν σφραγίζει τα βουρκωμένα μάτια του για να γλιτώσει,

να ονειρευτεί πως υπάρχει ακόμα ήλιος,

όταν αποκοιμιέται άθελά του στην αγκαλιά της μάνας

και ψιθυρίζουν οι ψυχές τους ένα νανούρισμα γνώριμο

καθώς ψυχραίνουν τα κορμιά,

τότε οι θάλασσες γεμίζουν με δάκρυα

που δεν χωρούν πια σε σύννεφα

και τα χαμόγελα των παιδιών,

εκείνα που δεν πρόλαβαν να νιώσουν, τα φυλά ο ήλιος που σε λίγο θα ανατείλει.